ψαθυρότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψαθυρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα των υλικών να σπάνε, να θραύονται, χωρίς να προηγηθεί σημαντική παραμόρφωσή τους. Όσα υλικά έχουν αυτή την ιδιότητα ονομάζονται ψαθυρά
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψαθυρότητα