γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική -υρός -υρᾱ́ τὸ -υρόν
      γενική τοῦ -υροῦ τῆς -υρᾶς τοῦ -υροῦ
      δοτική τῷ -υρ τῇ -υρ τῷ -υρ
    αιτιατική τὸν -υρόν τὴν -υρᾱ́ν τὸ -υρόν
     κλητική ! -υρέ -υρᾱ́ -υρόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ -υροί αἱ -υραί τὰ -υρᾰ́
      γενική τῶν -υρῶν τῶν -υρῶν τῶν -υρῶν
      δοτική τοῖς -υροῖς ταῖς -υραῖς τοῖς -υροῖς
    αιτιατική τοὺς -υρούς τὰς -υρᾱ́ς τὰ -υρᾰ́
     κλητική ! -υροί -υραί -υρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -υρώ τὼ -υρᾱ́ τὼ -υρώ
      γεν-δοτ τοῖν -υροῖν τοῖν -υραῖν τοῖν -υροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

-υρός, -ά, -όν

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • «αλμυρός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.