Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαθρότητα οι σαθρότητες
      γενική της σαθρότητας των σαθροτήτων
    αιτιατική τη σαθρότητα τις σαθρότητες
     κλητική σαθρότητα σαθρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαθρότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σαθρότης από την αιτιατική ενικού «τὴν σαθρότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε σαθρ(ός) + -ότητα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saˈθɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐θρό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαθρότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του σαθρού
  2. (μεταφορικά) η έλλειψη στέρεης βάσης
    Η σαθρότητα των επιχειρημάτων του ήταν ολοφάνερη.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σαθρότητα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)