Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσαθρώνω < απο- + σαθρός + -ώνω < αρχαία ελληνική σαθρός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.saˈθɾo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

αποσαθρώνω (παθητική φωνή: αποσαθρώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) μετατρέπω κάτι σε σαθρό
  2. (μεταφορικά) διαλύω ή υπονομεύω τα θεμέλια κάποιου συστήματος, θεσμού κ.λπ.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία