αποσαθρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσαθρώνω < απο- + σαθρός + -ώνω < αρχαία ελληνική σαθρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.saˈθɾo.no/
Ρήμα
επεξεργασίααποσαθρώνω (παθητική φωνή: αποσαθρώνομαι)
- (κυριολεκτικά) μετατρέπω κάτι σε σαθρό
- (μεταφορικά) διαλύω ή υπονομεύω τα θεμέλια κάποιου συστήματος, θεσμού κ.λπ.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποσαθρωμένος
- αποσάθρωση
- αποσαθρωτικά
- αποσαθρωτικός
- → δείτε τις λέξεις από και σαθρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσαθρώνω | αποσάθρωνα | θα αποσαθρώνω | να αποσαθρώνω | αποσαθρώνοντας | |
β' ενικ. | αποσαθρώνεις | αποσάθρωνες | θα αποσαθρώνεις | να αποσαθρώνεις | αποσάθρωνε | |
γ' ενικ. | αποσαθρώνει | αποσάθρωνε | θα αποσαθρώνει | να αποσαθρώνει | ||
α' πληθ. | αποσαθρώνουμε | αποσαθρώναμε | θα αποσαθρώνουμε | να αποσαθρώνουμε | ||
β' πληθ. | αποσαθρώνετε | αποσαθρώνατε | θα αποσαθρώνετε | να αποσαθρώνετε | αποσαθρώνετε | |
γ' πληθ. | αποσαθρώνουν(ε) | αποσάθρωναν αποσαθρώναν(ε) |
θα αποσαθρώνουν(ε) | να αποσαθρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσάθρωσα | θα αποσαθρώσω | να αποσαθρώσω | αποσαθρώσει | ||
β' ενικ. | αποσάθρωσες | θα αποσαθρώσεις | να αποσαθρώσεις | αποσάθρωσε | ||
γ' ενικ. | αποσάθρωσε | θα αποσαθρώσει | να αποσαθρώσει | |||
α' πληθ. | αποσαθρώσαμε | θα αποσαθρώσουμε | να αποσαθρώσουμε | |||
β' πληθ. | αποσαθρώσατε | θα αποσαθρώσετε | να αποσαθρώσετε | αποσαθρώστε | ||
γ' πληθ. | αποσάθρωσαν αποσαθρώσαν(ε) |
θα αποσαθρώσουν(ε) | να αποσαθρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσαθρώσει | είχα αποσαθρώσει | θα έχω αποσαθρώσει | να έχω αποσαθρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσαθρώσει | είχες αποσαθρώσει | θα έχεις αποσαθρώσει | να έχεις αποσαθρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσαθρώσει | είχε αποσαθρώσει | θα έχει αποσαθρώσει | να έχει αποσαθρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσαθρώσει | είχαμε αποσαθρώσει | θα έχουμε αποσαθρώσει | να έχουμε αποσαθρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσαθρώσει | είχατε αποσαθρώσει | θα έχετε αποσαθρώσει | να έχετε αποσαθρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσαθρώσει | είχαν αποσαθρώσει | θα έχουν αποσαθρώσει | να έχουν αποσαθρώσει |
|