Ετυμολογία

επεξεργασία
seriousness < serious + -ness

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

seriousness (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)

  • η σοβαρότητα, η ιδιότητα του να είναι σοβαρό
    ⮡  I understand the seriousness of the situation.
    Αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της κατάστασης.
     συνώνυμα: severity