dignité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dignité | dignités |
dignité (fr) θηλυκό
- η αξιοπρέπεια
- το αξίωμα, το προνόμιο
ενικός | πληθυντικός |
dignité | dignités |
dignité (fr) θηλυκό