Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθηγήτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
καθηγήτρι
α
οι
καθηγήτρι
ες
γενική
της
καθηγήτρι
ας
των
καθηγητρι
ών
αιτιατική
την
καθηγήτρι
α
τις
καθηγήτρι
ες
κλητική
καθηγήτρι
α
καθηγήτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθηγήτρια
<
καθηγητής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καθηγήτρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
) →
δείτε
τη λέξη
καθηγητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθηγήτρια
αγγλικά
:
professor
(en)
,
schoolmistress
(en)
γαλλικά
:
professeure
(fr)
,
professeuse
(fr)
γερμανικά
:
Professorin
(de)
ρουμανικά
:
profesoară
(ro)