professeure
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- professeure < θηλυκό του professeur
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
professeure | professeures |
professeure (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
professeure | professeures |
professeure (fr) θηλυκό