Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνάδελφος οι συνάδελφοι
      γενική του συνάδελφου
συναδέλφου
των συνάδελφων
συναδέλφων
    αιτιατική τον συνάδελφο τους συνάδελφους
συναδέλφους
     κλητική συνάδελφε συνάδελφοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

συνάδελφος < αρχαία ελληνική συνάδελφος < σύν + ἀδελφός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

συνάδελφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. πού έχει το ίδιο επάγγελμα ή, σπανιότερα, το ίδιο αξίωμα
  2. που εργάζεται με κάποιον άλλον στην ίδια επιχείρηση ή υπηρεσία

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία