collègue
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
collègue | collègues |
collègue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο / η συνάδελφος, ο /η συνάδερφος
ενικός | πληθυντικός |
collègue | collègues |
collègue (fr) αρσενικό ή θηλυκό