colleague
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
colleague | colleagues |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcolleague (en)
- ο συνάδελφος
- ⮡ He invited his colleagues to his wedding.
- Κάλεσε τους συναδέλφους του στον γάμο του.
- ⮡ He invited his colleagues to his wedding.