Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηφοφορώ < (ελληνιστική κοινήψηφοφορέω / ψηφηφορῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ψηφοφορώ

  1. εκλέγω ψηφίζοντας
     συνώνυμα: ψηφίζω
  2. έχω το δικαίωμα να ψηφίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία