κλικάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακλικάρω (παθητική φωνή: κλικάρομαι)
- (οικείο) κάνω κλικ
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο, οικείο) πατώ στιγμιαία κι απελευθερώνω αμέσως πλήκτρο σε συσκευή, έτσι εκτελώντας κάποια λειτουργία
- ※ ΤΕΛΙΚΑ, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: ψηφίζουμε (επιλέγουμε πολιτικά) ή κλικάρουμε (επιλέγοντας την ψηφιακή μας καθημερινή πρακτική); Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα απαιτεί αυξημένη κριτική σκέψη και πράξη, πριν και μετά (την ψήφο ή το κλικάρισμα). (Η Ναυτεμπορική, Τελικά ψηφίζουμε ή κλικάρουμε; 5/5/2023)
- ≈ συνώνυμα: πατάω, πιέζω
- (κατ’ επέκταση) ανοίγω σύνδεσμο στο διαδίκτυο
- (οικείο) συρράπτω
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλικάρω | κλίκαρα | θα κλικάρω | να κλικάρω | κλικάροντας | |
β' ενικ. | κλικάρεις | κλίκαρες | θα κλικάρεις | να κλικάρεις | κλίκαρε | |
γ' ενικ. | κλικάρει | κλίκαρε | θα κλικάρει | να κλικάρει | ||
α' πληθ. | κλικάρουμε | κλικάραμε | θα κλικάρουμε | να κλικάρουμε | ||
β' πληθ. | κλικάρετε | κλικάρατε | θα κλικάρετε | να κλικάρετε | κλικάρετε | |
γ' πληθ. | κλικάρουν(ε) | κλίκαραν κλικάραν(ε) |
θα κλικάρουν(ε) | να κλικάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλικάρισα | θα κλικαρίσω | να κλικαρίσω | κλικαρίσει | ||
β' ενικ. | κλικάρισες | θα κλικαρίσεις | να κλικαρίσεις | κλικάρισε | ||
γ' ενικ. | κλικάρισε | θα κλικαρίσει | να κλικαρίσει | |||
α' πληθ. | κλικαρίσαμε | θα κλικαρίσουμε | να κλικαρίσουμε | |||
β' πληθ. | κλικαρίσατε | θα κλικαρίσετε | να κλικαρίσετε | κλικαρίστε | ||
γ' πληθ. | κλικάρισαν κλικαρίσαν(ε) |
θα κλικαρίσουν(ε) | να κλικαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλικαρίσει | είχα κλικαρίσει | θα έχω κλικαρίσει | να έχω κλικαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κλικαρίσει | είχες κλικαρίσει | θα έχεις κλικαρίσει | να έχεις κλικαρίσει | έχε κλικαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει κλικαρίσει | είχε κλικαρίσει | θα έχει κλικαρίσει | να έχει κλικαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλικαρίσει | είχαμε κλικαρίσει | θα έχουμε κλικαρίσει | να έχουμε κλικαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κλικαρίσει | είχατε κλικαρίσει | θα έχετε κλικαρίσει | να έχετε κλικαρίσει | έχετε κλικαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κλικαρίσει | είχαν κλικαρίσει | θα έχουν κλικαρίσει | να έχουν κλικαρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κλικαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κλικαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κλικαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κλικαρισμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κλικάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας