Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
click clicks

click (en)

  1. το κρότημα
  2. (πληροφορική) το κλικ
ενεστώτας click
γ΄ ενικό ενεστώτα clicks
αόριστος clicked
παθητική μετοχή clicked
ενεργητική μετοχή clicking

click (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική, GUI) πατάω, κάνω κλικ, κλικάρω, επιλέγω μια συγκεκριμένη λειτουργία ή στοιχείο σε μια οθόνη υπολογιστή
    ⮡  Click the OK button to start.
    Πάτησε το κουμπί OK για να ξεκινήσει.
    ⮡  I clicked (on) the link to the next page of the website.
    Πάτησα τη σύνδεση για να πάω στην επόμενη σελίδα του ιστότοπου.
    ⮡  Click here.
    Κάνε κλικ εδώ./Κάντε κλικ εδώ.
    ⮡  She clicks on the video.
    Κλικάρει το βίντεο.
  2. (αμετάβατο, ανεπίσημο) ταιριάζω, γίνομαι φίλος με κάποιον αμέσως
    ⮡  They clicked with each right from the beginning.
    Ταιριάξανε οι δυο τους με την πρώτη.

Παράγωγα

επεξεργασία