click
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
click | clicks |
click (en)
- το κρότημα
- (πληροφορική) το κλικ
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | click |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clicks |
αόριστος | clicked |
παθητική μετοχή | clicked |
ενεργητική μετοχή | clicking |
click (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική, GUI) πατάω, κάνω κλικ, κλικάρω, επιλέγω μια συγκεκριμένη λειτουργία ή στοιχείο σε μια οθόνη υπολογιστή
- ↪ Click the OK button to start.
- Πάτησε το κουμπί OK για να ξεκινήσει.
- ↪ I clicked (on) the link to the next page of the website.
- Πάτησα τη σύνδεση για να πάω στην επόμενη σελίδα του ιστότοπου.
- ↪ Click here.
- Κάνε κλικ εδώ./Κάντε κλικ εδώ.
- ↪ She clicks on the video.
- Κλικάρει το βίντεο.
- ↪ Click the OK button to start.
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) ταιριάζω, γίνομαι φίλος με κάποιον αμέσως
- ↪ They clicked with each right from the beginning.
- Ταιριάξανε οι δυο τους με την πρώτη.
- ↪ They clicked with each right from the beginning.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- click (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- click (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: ταιριάζω