Ετυμολογία

επεξεργασία
clickbait < click + bait

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈklɪkbeɪt/ (βρετανικό)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clickbait clickbaits

clickbait (en)

  • (διαδίκτυο, υποτιμητικό) περιεχόμενο ιστοσελίδας χωρίς αξία, που με εντυπωσιακό τίτλο προσελκύει αναγνώστες με απώτερο σκοπό τα διαφημιστικά έσοδα
    ※  Facebook says it plans to marginalize what it considers to be “clickbait” news stories from publishers in its news feed, in another step to keep its 1.71 billion members regularly coming back to its social network.
    Το Facebook δηλώνει ότι σχεδιάζει να περιθωριοποιήσει τις ειδήσεις που θεωρεί "clickbait" από τους εκδότες στην ροή ειδήσεων, σε ένα ακόμη βήμα για να κρατήσει τα 1,71 δισεκατομμύρια μέλη του να χρησιμοποιούν τακτικά το κοινωνικό του δίκτυο.
    Mike Isaac, Sydney Ember, Shocker! Facebook Changes Its Algorithm to Avoid ‘Clickbait (Σοκ! Το Facebook αλλάζει τον αλγόριθμό του για να αποφύγει το "Clickbait"), The New York Times, 4 Αυγούστου 2016. Μετάφραση: Το Βικιλεξικό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • clickbait στην αγγλική Βικιπαίδεια