clickbait
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
clickbait | clickbaits |
clickbait (en)
- (διαδίκτυο, υποτιμητικό) περιεχόμενο ιστοσελίδας χωρίς αξία, που με εντυπωσιακό τίτλο προσελκύει αναγνώστες με απώτερο σκοπό τα διαφημιστικά έσοδα
- ※ Facebook says it plans to marginalize what it considers to be “clickbait” news stories from publishers in its news feed, in another step to keep its 1.71 billion members regularly coming back to its social network.
- Το Facebook δηλώνει ότι σχεδιάζει να περιθωριοποιήσει τις ειδήσεις που θεωρεί "clickbait" από τους εκδότες στην ροή ειδήσεων, σε ένα ακόμη βήμα για να κρατήσει τα 1,71 δισεκατομμύρια μέλη του να χρησιμοποιούν τακτικά το κοινωνικό του δίκτυο.
- Mike Isaac, Sydney Ember, Shocker! Facebook Changes Its Algorithm to Avoid ‘Clickbait’ (Σοκ! Το Facebook αλλάζει τον αλγόριθμό του για να αποφύγει το "Clickbait"), The New York Times, 4 Αυγούστου 2016. Μετάφραση: Το Βικιλεξικό
- Το Facebook δηλώνει ότι σχεδιάζει να περιθωριοποιήσει τις ειδήσεις που θεωρεί "clickbait" από τους εκδότες στην ροή ειδήσεων, σε ένα ακόμη βήμα για να κρατήσει τα 1,71 δισεκατομμύρια μέλη του να χρησιμοποιούν τακτικά το κοινωνικό του δίκτυο.
- ※ Facebook says it plans to marginalize what it considers to be “clickbait” news stories from publishers in its news feed, in another step to keep its 1.71 billion members regularly coming back to its social network.
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- clickbait στη Βικιπαίδεια
- clickbait στην αγγλική Βικιπαίδεια