κλικάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλικάρισμα < κλικάρω + -ισμα < κλικ + κατάληξη -άρω < (λόγιο δάνειο) γαλλική clic[1] < ηχομιμητική λέξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλικάρισμα ουδέτερο
- (οικείο) ήχος απότομος, από μικρά και σκληρά σχετικά κομμάτια, ήχος που ακούγεται σαν κλικ
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κλικάρω, η πράξη του να πατήσει κανείς το σχετικό κουμπί στο ποντίκι του υπολογιστή
- ※ ΤΕΛΙΚΑ, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: ψηφίζουμε (επιλέγουμε πολιτικά) ή κλικάρουμε (επιλέγοντας την ψηφιακή μας καθημερινή πρακτική); Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα απαιτεί αυξημένη κριτική σκέψη και πράξη, πριν και μετά (την ψήφο ή το κλικάρισμα). (Η Ναυτεμπορική, Τελικά ψηφίζουμε ή κλικάρουμε; 5/5/2023)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλικάρισμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κλικάρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας