επιψηφίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιψηφίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιψηφίζω (αποφασίζω κάτι μέσω ψήφου).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + ψηφίζω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.psiˈfi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐ψη‐φί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιψηφίζω
- εγκρίνω κάτι μέσω της ψήφου μου
- ※ Την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία επιψήφισαν, χωρίς το άρθρο 1 για το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε αίτημα ονομαστικής ψηφοφορίας, οι βουλευτές ΝΔ και ΚΙΝΑΛ.
- Εγκρίθηκαν κατά πλειοψηφία οι συμφωνίες για ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, iefimerida.gr, 26 Αυγούστου 2020
- ※ Την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία επιψήφισαν, χωρίς το άρθρο 1 για το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε αίτημα ονομαστικής ψηφοφορίας, οι βουλευτές ΝΔ και ΚΙΝΑΛ.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιψηφίζω | επιψήφιζα | θα επιψηφίζω | να επιψηφίζω | επιψηφίζοντας | |
β' ενικ. | επιψηφίζεις | επιψήφιζες | θα επιψηφίζεις | να επιψηφίζεις | επιψήφιζε | |
γ' ενικ. | επιψηφίζει | επιψήφιζε | θα επιψηφίζει | να επιψηφίζει | ||
α' πληθ. | επιψηφίζουμε | επιψηφίζαμε | θα επιψηφίζουμε | να επιψηφίζουμε | ||
β' πληθ. | επιψηφίζετε | επιψηφίζατε | θα επιψηφίζετε | να επιψηφίζετε | επιψηφίζετε | |
γ' πληθ. | επιψηφίζουν(ε) | επιψήφιζαν επιψηφίζαν(ε) |
θα επιψηφίζουν(ε) | να επιψηφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιψήφισα | θα επιψηφίσω | να επιψηφίσω | επιψηφίσει | ||
β' ενικ. | επιψήφισες | θα επιψηφίσεις | να επιψηφίσεις | επιψήφισε | ||
γ' ενικ. | επιψήφισε | θα επιψηφίσει | να επιψηφίσει | |||
α' πληθ. | επιψηφίσαμε | θα επιψηφίσουμε | να επιψηφίσουμε | |||
β' πληθ. | επιψηφίσατε | θα επιψηφίσετε | να επιψηφίσετε | επιψηφίστε | ||
γ' πληθ. | επιψήφισαν επιψηφίσαν(ε) |
θα επιψηφίσουν(ε) | να επιψηφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιψηφίσει | είχα επιψηφίσει | θα έχω επιψηφίσει | να έχω επιψηφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιψηφίσει | είχες επιψηφίσει | θα έχεις επιψηφίσει | να έχεις επιψηφίσει | έχε επιψηφισμένο | |
γ' ενικ. | έχει επιψηφίσει | είχε επιψηφίσει | θα έχει επιψηφίσει | να έχει επιψηφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιψηφίσει | είχαμε επιψηφίσει | θα έχουμε επιψηφίσει | να έχουμε επιψηφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιψηφίσει | είχατε επιψηφίσει | θα έχετε επιψηφίσει | να έχετε επιψηφίσει | έχετε επιψηφισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν επιψηφίσει | είχαν επιψηφίσει | θα έχουν επιψηφίσει | να έχουν επιψηφίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) επιψηφισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) επιψηφισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) επιψηφισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) επιψηφισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιψηφίζομαι | επιψηφιζόμουν(α) | θα επιψηφίζομαι | να επιψηφίζομαι | ||
β' ενικ. | επιψηφίζεσαι | επιψηφιζόσουν(α) | θα επιψηφίζεσαι | να επιψηφίζεσαι | ||
γ' ενικ. | επιψηφίζεται | επιψηφιζόταν(ε) | θα επιψηφίζεται | να επιψηφίζεται | ||
α' πληθ. | επιψηφιζόμαστε | επιψηφιζόμαστε επιψηφιζόμασταν |
θα επιψηφιζόμαστε | να επιψηφιζόμαστε | ||
β' πληθ. | επιψηφίζεστε | επιψηφιζόσαστε επιψηφιζόσασταν |
θα επιψηφίζεστε | να επιψηφίζεστε | (επιψηφίζεστε) | |
γ' πληθ. | επιψηφίζονται | επιψηφίζονταν επιψηφιζόντουσαν |
θα επιψηφίζονται | να επιψηφίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιψηφίστηκα | θα επιψηφιστώ | να επιψηφιστώ | επιψηφιστεί | ||
β' ενικ. | επιψηφίστηκες | θα επιψηφιστείς | να επιψηφιστείς | επιψηφίσου | ||
γ' ενικ. | επιψηφίστηκε | θα επιψηφιστεί | να επιψηφιστεί | |||
α' πληθ. | επιψηφιστήκαμε | θα επιψηφιστούμε | να επιψηφιστούμε | |||
β' πληθ. | επιψηφιστήκατε | θα επιψηφιστείτε | να επιψηφιστείτε | επιψηφιστείτε | ||
γ' πληθ. | επιψηφίστηκαν επιψηφιστήκαν(ε) |
θα επιψηφιστούν(ε) | να επιψηφιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιψηφιστεί | είχα επιψηφιστεί | θα έχω επιψηφιστεί | να έχω επιψηφιστεί | επιψηφισμένος | |
β' ενικ. | έχεις επιψηφιστεί | είχες επιψηφιστεί | θα έχεις επιψηφιστεί | να έχεις επιψηφιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιψηφιστεί | είχε επιψηφιστεί | θα έχει επιψηφιστεί | να έχει επιψηφιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιψηφιστεί | είχαμε επιψηφιστεί | θα έχουμε επιψηφιστεί | να έχουμε επιψηφιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιψηφιστεί | είχατε επιψηφιστεί | θα έχετε επιψηφιστεί | να έχετε επιψηφιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιψηφιστεί | είχαν επιψηφιστεί | θα έχουν επιψηφιστεί | να έχουν επιψηφιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επιψηφισμένος - είμαστε, είστε, είναι επιψηφισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επιψηφισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επιψηφισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επιψηφισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επιψηφισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επιψηφισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επιψηφισμένοι |
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψήφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιψηφίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επιψηφίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας