Δείτε επίσης: ἐπιψηφίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιψηφίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιψηφίζω (αποφασίζω κάτι μέσω ψήφου).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + ψηφίζω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.psiˈfi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐ψη‐φί‐ζω

επιψηφίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία