αψηφισιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αψηφισιά | οι | αψηφισιές |
γενική | της | αψηφισιάς | των | αψηφισιών |
αιτιατική | την | αψηφισιά | τις | αψηφισιές |
κλητική | αψηφισιά | αψηφισιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αψηφισιά < μεσαιωνική ελληνική αψηφισιά < αψηφώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααψηφισιά θηλυκό
- το να αψηφά κάποιος κάτι