ισοψηφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισοψηφία < ελληνιστική κοινή ἰσοψηφία < αρχαία ελληνική ἰσόψηφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ισοψηφία θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι, συνδυασμοί ή προτάσεις λαμβάνουν ίσο αριθμό ψήφων σε μια εκλογή ή ψηφοφορία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ισόψηφος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισοψηφία
|