Δείτε επίσης: ἰσόψηφος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισόψηφος η ισόψηφη το ισόψηφο
      γενική του ισόψηφου της ισόψηφης του ισόψηφου
    αιτιατική τον ισόψηφο την ισόψηφη το ισόψηφο
     κλητική ισόψηφε ισόψηφη ισόψηφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισόψηφοι οι ισόψηφες τα ισόψηφα
      γενική των ισόψηφων των ισόψηφων των ισόψηφων
    αιτιατική τους ισόψηφους τις ισόψηφες τα ισόψηφα
     κλητική ισόψηφοι ισόψηφες ισόψηφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισόψηφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσόψηφος < ἴσος + ψῆφος. Συγχρονικά αναλύεται σε ισό- + ψήφ(ος) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈso.psi.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σό‐ψη‐φος

  Επίθετο επεξεργασία

ισόψηφος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία