ψηφίσας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψηφίσας & ψηφίσαντας |
η | ψηφίσασα | το | ψηφίσαν |
γενική | του | ψηφίσαντος & ψηφίσαντα |
της | ψηφίσασας & ψηφισάσης* |
του | ψηφίσαντος |
αιτιατική | τον | ψηφίσαντα | την | ψηφίσασα | το | ψηφίσαν |
κλητική | ψηφίσας & ψηφίσαντα |
ψηφίσασα | ψηφίσαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψηφίσαντες | οι | ψηφίσασες | τα | ψηφίσαντα |
γενική | των | ψηφισάντων | των | ψηφισασών | των | ψηφισάντων |
αιτιατική | τους | ψηφίσαντες | τις | ψηφίσασες | τα | ψηφίσαντα |
κλητική | ψηφίσαντες | ψηφίσασες | ψηφίσαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψηφίσας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψηφίσας
Μετοχή
επεξεργασίαψηφίσας, -ασα, -αν
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού αορίστου (ψήφισα) του ρήματος ψηφίζω: που ψήφισε
- ↪ Αποτελέσματα των εκλογών. Εγγεγραμμένοι: 2.000. Ψηφίσαντες: 1.900. Έγκυρα:...
- άλλες μορφές: ψηφίσαντας με νεότερες καταλήξεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψηφίσας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ψηφίσᾱς | ἡ | ψηφίσᾱσᾰ | τὸ | ψηφίσᾰν |
γενική | τοῦ | ψηφίσᾰντος | τῆς | ψηφισᾱ́σης | τοῦ | ψηφίσᾰντος |
δοτική | τῷ | ψηφίσᾰντῐ | τῇ | ψηφισᾱ́σῃ | τῷ | ψηφίσᾰντῐ |
αιτιατική | τὸν | ψηφίσᾰντᾰ | τὴν | ψηφίσᾱσᾰν | τὸ | ψηφίσᾰν |
κλητική ὦ! | ψηφίσᾱς | ψηφίσᾱσᾰ | ψηφίσᾰν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ψηφίσᾰντες | αἱ | ψηφίσᾱσαι | τὰ | ψηφίσᾰντᾰ |
γενική | τῶν | ψηφισᾰ́ντων | τῶν | ψηφισᾱσῶν | τῶν | ψηφισᾰ́ντων |
δοτική | τοῖς | ψηφίσᾱσῐ(ν) | ταῖς | ψηφισᾱ́σαις | τοῖς | ψηφίσᾱσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | ψηφίσᾰντᾰς | τὰς | ψηφισᾱ́σᾱς | τὰ | ψηφίσᾰντᾰ |
κλητική ὦ! | ψηφίσᾰντες | ψηφίσᾱσαι | ψηφίσᾰντᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψηφίσᾰντε | τὼ | ψηφισᾱ́σᾱ | τὼ | ψηφίσᾰντε |
γεν-δοτ | τοῖν | ψηφίσᾰ́ντοιν | τοῖν | ψηφισᾱ́σαιν | τοῖν | ψηφισᾰ́ντοιν |
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νομίσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαψηφίσας, -ασα, -αν
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἐψήφισα) του ρήματος ψηφίζω