ψηφίσαντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψηφίσας & ψηφίσαντας |
η | ψηφίσασα | το | ψηφίσαν |
γενική | του | ψηφίσαντος & ψηφίσαντα |
της | ψηφίσασας & ψηφισάσης* |
του | ψηφίσαντος |
αιτιατική | τον | ψηφίσαντα | την | ψηφίσασα | το | ψηφίσαν |
κλητική | ψηφίσας & ψηφίσαντα |
ψηφίσασα | ψηφίσαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψηφίσαντες | οι | ψηφίσασες | τα | ψηφίσαντα |
γενική | των | ψηφισάντων | των | ψηφισασών | των | ψηφισάντων |
αιτιατική | τους | ψηφίσαντες | τις | ψηφίσασες | τα | ψηφίσαντα |
κλητική | ψηφίσαντες | ψηφίσασες | ψηφίσαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξαντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαψηφίσαντας, -ασα, -αν
- μορφή του ψηφίσας με νεότερες καταλήξεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψηφίσαντας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαψηφίσᾰντᾰς
- (αρσενικό) αιτιατική πληθυντικού του ψηφίσας