Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψήφιστος η αψήφιστη το αψήφιστο
      γενική του αψήφιστου της αψήφιστης του αψήφιστου
    αιτιατική τον αψήφιστο την αψήφιστη το αψήφιστο
     κλητική αψήφιστε αψήφιστη αψήφιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψήφιστοι οι αψήφιστες τα αψήφιστα
      γενική των αψήφιστων των αψήφιστων των αψήφιστων
    αιτιατική τους αψήφιστους τις αψήφιστες τα αψήφιστα
     κλητική αψήφιστοι αψήφιστες αψήφιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αψήφιστος < αρχαία ελληνική ἀψήφιστος < α στερητικό και ψηφίζω

  Επίθετο επεξεργασία

αψήφιστος,η,ο

  1. που δεν έχει ψηφιστεί, δεν τον έχουν ψηφίσει (για άψυχα, π.χ. για νόμο ή νομοσχέδιο, αλλά και για βουλευτές ή πολιτικούς εν γένει)
  2. που δεν είναι λογικό να ψηφιστεί από κανέναν, που δεν το προτιμά κανείς, που δεν είναι δυνατό να ψηφιστεί
  3. που εκ του νόμου ορίζεται και δεν εκλέγεται ή που εκλέγεται μεν, αλλά όχι άμεσα με καθολική ψηφοφορία από το λαό (π.χ. ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αψήφιστος από το λαό, όμως ψηφισμένος από τη Βουλή)
  4. λαϊκότροπα, έχει την εσφαλμένη έννοια του ψηφοφόρου ή του πολίτη που δεν έχει ψηφίσει

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία