αψήφιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αψήφιστος < αρχαία ελληνική ἀψήφιστος < α στερητικό και ψηφίζω
Επίθετο
επεξεργασίααψήφιστος,η,ο
- που δεν έχει ψηφιστεί, δεν τον έχουν ψηφίσει (για άψυχα, π.χ. για νόμο ή νομοσχέδιο, αλλά και για βουλευτές ή πολιτικούς εν γένει)
- που δεν είναι λογικό να ψηφιστεί από κανέναν, που δεν το προτιμά κανείς, που δεν είναι δυνατό να ψηφιστεί
- που εκ του νόμου ορίζεται και δεν εκλέγεται ή που εκλέγεται μεν, αλλά όχι άμεσα με καθολική ψηφοφορία από το λαό (π.χ. ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αψήφιστος από το λαό, όμως ψηφισμένος από τη Βουλή)
- λαϊκότροπα, έχει την εσφαλμένη έννοια του ψηφοφόρου ή του πολίτη που δεν έχει ψηφίσει
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αψήφιστος
|