Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψηφοθηρία οι ψηφοθηρίες
      γενική της ψηφοθηρίας των (ψηφοθηριών)
    αιτιατική την ψηφοθηρία τις ψηφοθηρίες
     κλητική ψηφοθηρία ψηφοθηρίες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηφοθηρία (μαρτυρείται από το 1850)[1] < ψήφος + -θηρία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψηφοθηρία θηλυκό

  • η προσπάθεια να κερδίσεις την ψήφο όσο το δυνατόν περισσότερων ψηφοφόρων, με οποιοδήποτε, ακόμα και αθέμιτο, μέσο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1137, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου