Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψηφοθηρικός η ψηφοθηρική το ψηφοθηρικό
      γενική του ψηφοθηρικού της ψηφοθηρικής του ψηφοθηρικού
    αιτιατική τον ψηφοθηρικό την ψηφοθηρική το ψηφοθηρικό
     κλητική ψηφοθηρικέ ψηφοθηρική ψηφοθηρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψηφοθηρικοί οι ψηφοθηρικές τα ψηφοθηρικά
      γενική των ψηφοθηρικών των ψηφοθηρικών των ψηφοθηρικών
    αιτιατική τους ψηφοθηρικούς τις ψηφοθηρικές τα ψηφοθηρικά
     κλητική ψηφοθηρικοί ψηφοθηρικές ψηφοθηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηφοθηρικός (μαρτυρείται από το 1898)[1] < ψηφοθηρία

  Επίθετο επεξεργασία

ψηφοθηρικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1137, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου