σταυροθηρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταυροθηρία (νεολογισμός) < σταυρο- + -θηρία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταυροθηρία θηλυκό
- (νεολογισμός, προφορικό, μειωτικό, πολιτική) προσπάθεια συγκέντρωσης όσων το δυνατόν περισσότερων σταυρών προτίμησης από υποψήφιους κατά τη διάρκεια εκλογών
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σταυροθηρία
|
Πηγές
επεξεργασία- σταυροθηρία - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr