↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταυροθηρία οι σταυροθηρίες
      γενική της σταυροθηρίας των σταυροθηριών
    αιτιατική τη σταυροθηρία τις σταυροθηρίες
     κλητική σταυροθηρία σταυροθηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταυροθηρία (νεολογισμός) < σταυρο- + -θηρία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταυροθηρία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία