δημοψηφισματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημοψηφισματικός < δημοψήφισμα + -τικός
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδημοψηφισματικός
- που έχει σχέση με δημοψήφισμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία δημοψηφισματικός
|