ψηφαλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψηφαλάκι | τα | ψηφαλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ψηφαλάκι | τα | ψηφαλάκια |
κλητική | ψηφαλάκι | ψηφαλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Ενίοτε απαντούν κα οι γενικές: ψηφαλακίου, ψηφαλακίων (ειρωνικά). | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψηφαλάκι ουδέτερο
- (πολιτική) (νεολογισμός) σκωπτικός χαρακτηρισμός αναζητούμενης ψήφου κατά ψηφοθηρία
- ※ Αμέσως από αγέλη του αγκυλωτού σταυρού έγιναν μισο-ένοχο, μισο-αθώο, υπερτιμημένο-υποτιμημένο σύνολο ψηφαλακίων. Πόσο πάει το κουκί, σε ποιο σακούλι μπαίνει, τι οφέλη προσπορίζεται και ποιος σχηματισμός από τους κλασικούς ιδιοκτήτες πολιτικών καταστημάτων που πουλάνε ψευδαισθήσεις εξουσίας σε συσκευασία κάλπης. (* εφημερίδα Ριζοσπάστης)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψήφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψηφαλάκι
|