preto
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpreto (pt) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | preto | pretos |
θηλυκό | preta | pretas |
preto (pt)
preto (pt) αρσενικό
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | preto | pretos |
θηλυκό | preta | pretas |
preto (pt)