ατάκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατάκα | οι | ατάκες |
γενική | της | ατάκας | — | |
αιτιατική | την | ατάκα | τις | ατάκες |
κλητική | ατάκα | ατάκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ατάκα < ιταλ. attacca
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατάκα θηλυκό
- μουσικός όρος που σημαίνει ότι το επόμενο κομμάτι πρέπει να ακολουθήσει χωρίς διακοπή
- θεατρικός όρος που σημαίνει την άμεση απόκριση στα διαλογικά μέρη τού έργου
- έκφραση και συχνά λογοπαίγνιο που χρησιμοποιείται, για να περιγράψει ή να υπενθυμίσει κάτι, το μότο
- η ατάκα που λέω σε κάποιον άπειρο για κάποιο θέμα είναι ''αν δεν ξέρεις, μη μιλάς''