Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
punchline punchlines

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpʌntʃ.laɪn/ & /ˈpʌn(t)ʃlʌɪn/

  Ετυμολογία επεξεργασία

punchline < punch + line

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  • η καίρια ατάκα, συνήθως καταληκτική ή/και συμπερασματική
    He delivered the punchline of the night/the year.
    Πέταξε την ατάκα της βραδιάς/χρονιάς.

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία