quote (en)

  1. επαναλαμβάνω αυτούσια λόγια ή σπάραγμα κειμένου κάποιου
  2. αναφέρω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βλ. quotation

  • αυτούσια φράση κάποιου, λεκτικό ή συγγραφικό απόσπασμα-σπάραγμα

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία