Ουσιαστικό,   Ρήμα

επεξεργασία

unquote (en)
αποσπάραγμα, αποσπαράσσω, αποσπαράζω:

  • λέξη που μαρκάρει το τέλος σπαράγματος/αυτούσιας μεταφοράς λόγων