→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσπάραγμα < απο- + σπάραγμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποσπάραγμα θηλυκό

  • τέλος σπαράγματος/αυτούσιας μεταφοράς λόγων
    σπάραγμα [του Steven Weinberg]: "Με ή χωρίς θρησκεία, πάντα θα υπάρχουν αγαθώς και δολίως πράττοντες. Μα οι αγαθοί για να πράξουν το κακό, χρειάζονται την θρησκεία. / With or without religion, you would have good people doing good things and evil people doing evil things. But for good people to do evil things, that takes religion." αποσπάραγμα ή αποσπαράσσω/αποσπαράζω (παύω να μεταφέρω σπάραγμα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία