ενικός         πληθυντικός  
one-liner one-liners

  Ετυμολογία

επεξεργασία
one-liner < one + line + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

one-liner (en) (ανεπίσημο)

  • η ατάκα, ένα σύντομο αστείο ή μια αστεία παρατήρηση
    a clever/hilarious/awesome one-liner - έξυπνη/ξεκαρδιστική/φοβερή ατάκα