Δείτε επίσης: αποκούμπι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπακούμπι < ἀπακουμπ(ῶ) +
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: αποκούμπι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπακούμπι ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  1. (μεταφορικά) στήριγμα, καταφύγιο
  2. (μεταφορικά) ευχάριστη κατάσταση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία