Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπὶ ζημίᾳ < ἐπί + ζημίᾳ

  Έκφραση επεξεργασία

ἐπὶ ζημίᾳ