Δείτε επίσης: έκλυτος, ἔκκλητος, έκκλητος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἔκλυτος τὸ ἔκλυτον οἱ, αἱ ἔκλυτοι τὰ ἔκλυτα
Γενική τοῦ, τῆς ἐκλύτου τοῦ ἐκλύτου τῶν ἐκλύτων τῶν ἐκλύτων
Δοτική τῷ, τῇ ἐκλύτῳ τῷ ἐκλύτῳ τοῖς, ταῖς ἐκλύτοις τοῖς ἐκλύτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἔκλυτον τὸ ἔκλυτον τοὺς, τὰς ἐκλύτους τὰ ἔκλυτα
Κλητική ἔκλυτε ἔκλυτον ἔκλυτοι ἔκλυτα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐκλύτω
Γενική-Δοτική ἐκλύτοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔκλυτος < ἐκλύω < ἐκ + λύω

  Επίθετο επεξεργασία

ἔκλυτος

  1. ελαφρός
  2. ελεύθερος, λυμένος
  3. χαλαρός
  4. έκλυτος, αχαλίνωτος, ακόλαστος