εντυπώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεντυπώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εντυπώνω
- θα εντυπώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εντυπώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεντυπώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εντύπωση