σωματοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σωματοποιώ
Μετοχή
επεξεργασίασωματοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σωματοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωματοποιημένος
|
σωματοποιημένος, -η, -ο
|