σωματοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωματοποιώ < σώμα + -ο- + ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική somatiser ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική somatize)
Ρήμα
επεξεργασίασωματοποιώ (παθητική φωνή: σωματοποιούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αποσωματοποιημένος
- σωματοποιημένος
- σωματοποίηση
- → δείτε τις λέξεις σώμα και ποιώ