σωματοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σωματοποίηση | οι | σωματοποιήσεις |
γενική | της | σωματοποίησης* | των | σωματοποιήσεων |
αιτιατική | τη | σωματοποίηση | τις | σωματοποιήσεις |
κλητική | σωματοποίηση | σωματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σωματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σωματοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σωματοποίη(σις) + -ση[1] Μορφολογικά, (σώμα) σωματ- + -ο- + -ποίηση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /so.ma.toˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐μα‐το‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
σωματοποίηση θηλυκό
- το να σωματοποιώ
- (ψυχιατρική) μπέρδεμα ενός συναισθηματικού πόνου του ατόμου με ένα φυσικό σωματικό πόνο
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη σώμα, -ποίηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
σωματοποίηση
|
- ↑ σωματοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας