σωματοποίησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σωματοποίησῐς | αἱ | σωματοποιήσεις | ||||
γενική | τῆς | σωματοποιήσεως | τῶν | σωματοποιήσεων | ||||
δοτική | τῇ | σωματοποιήσει | ταῖς | σωματοποιήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σωματοποίησῐν | τὰς | σωματοποιήσεις | ||||
κλητική ὦ! | σωματοποίησῐ | σωματοποιήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωματοποιήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σωματοποιησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σωματοποίησις < σωματοποιῶ (κλίση ποιέω), σωματοποιη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε σωματο- + -ποίησις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωματοποίησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σωματοποίησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.