ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σωματοποίησῐς αἱ σωματοποιήσεις
      γενική τῆς σωματοποιήσεως τῶν σωματοποιήσεων
      δοτική τῇ σωματοποιήσει ταῖς σωματοποιήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σωματοποίησῐν τὰς σωματοποιήσεις
     κλητική ! σωματοποίησῐ σωματοποιήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σωματοποιήσει
γεν-δοτ τοῖν  σωματοποιησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σωματοποίησις < σωματοποιῶ (κλίση ποιέω), σωματοποιη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε σωματο- + -ποίησις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σωματοποίησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία