ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διευθέτησῐς αἱ διευθετήσεις
      γενική τῆς διευθετήσεως τῶν διευθετήσεων
      δοτική τῇ διευθετήσει ταῖς διευθετήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διευθέτησῐν τὰς διευθετήσεις
     κλητική ! διευθέτησῐ διευθετήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διευθετήσει
γεν-δοτ τοῖν  διευθετησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διευθέτησις < διευθετέω / διευθετῶ, διευθετη- + -σις (-ησις) < δι- (διά) + εὐθετῶ (τακτοποιώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διευθέτησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία