διευθέτησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διευθέτησῐς | αἱ | διευθετήσεις | ||||
γενική | τῆς | διευθετήσεως | τῶν | διευθετήσεων | ||||
δοτική | τῇ | διευθετήσει | ταῖς | διευθετήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διευθέτησῐν | τὰς | διευθετήσεις | ||||
κλητική ὦ! | διευθέτησῐ | διευθετήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διευθετήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διευθετησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιευθέτησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- καλή τάξη, διευθέτηση
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διευθέτησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.