adjustment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
adjustment | adjustments |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαadjustment (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η προσαρμογή, η ρύθμιση, μια μικρή αλλαγή που γίνεται σε κάτι για να το διορθώσει ή να το βελτιώσει
- ⮡ Agreement on gradual fiscal adjustment for the countries with high public debt.
- Συμφωνία για σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος.
- ⮡ an adjustment of sound in a radio broadcast - ρύθμιση ήχου σε ραδιοφωνική εκπομπή
- ⮡ Agreement on gradual fiscal adjustment for the countries with high public debt.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη adjust