Αγγλικά (en) Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
adjustment adjustments

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

adjustment (en)

  • η διευθέτηση, η προσαρμογή
    Agreement on gradual fiscal adjustment for the countries with high public debt.
    Συμφωνία για σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος.

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία