aménagement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
aménagement | aménagements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
aménagement (fr) αρσενικό
- η διαρρύθμιση, η τακτοποίηση
- η τροποποίηση
- η χωροταξία
- (δασοκομία) διακανονισμός της υλοτομίας και, γενικότερα, της εκμετάλλευσης των δασών
- η διευθέτηση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη aménager