Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υλοτομία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
υλοτομί
α
οι
υλοτομί
ες
γενική
της
υλοτομί
ας
των
υλοτομι
ών
αιτιατική
την
υλοτομί
α
τις
υλοτομί
ες
κλητική
υλοτομί
α
υλοτομί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
χώρος
υλοτομίας
στο Ηνωμένο Βασίλειο
Ετυμολογία
επεξεργασία
υλοτομία
<
αρχαία ελληνική
ὑλοτομία
<
ὑλοτόμος
<
ὕλη
(
δάσος
) +
τέμνω
(
κόβω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υλοτομία
θηλυκό
το
κόψιμο
δέντρων
από το
δάσος
για την
ξυλεία
τους
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
υλοτόμος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
δασοκομία
δασολογία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
υλοτομία
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υλοτομία
αγγλικά
:
logging
(en)
,
lumbering
(en)
γαλλικά
:
exploitation
(fr)
forestière
(fr)
,
abattage
(fr)