Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δασοκομία οι δασοκομίες
      γενική της δασοκομίας των δασοκομιών
    αιτιατική τη δασοκομία τις δασοκομίες
     κλητική δασοκομία δασοκομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δασοκομία < δάσος + -ο- + -κομία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sylviculture)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δασοκομία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία