αποικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποικισμός < αρχαία ελληνική ἀποικισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποικισμός αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποικισμός