Δείτε επίσης: ἐποικισμός, αποικισμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εποικισμός οι εποικισμοί
      γενική του εποικισμού των εποικισμών
    αιτιατική τον εποικισμό τους εποικισμούς
     κλητική εποικισμέ εποικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εποικισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐποικισμός < ἐποικίζω < ἐπί + αρχαία ελληνική οἰκίζω < οἶκος. Μορφολογικά αναλύεται σε επ- + οικισμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.ciˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ποι‐κι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εποικισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία